- προδιέστη
- πρό-διίστημιset apartplup ind act 1st sgπρό-διίστημιset apartaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιίστημι — Α 1. εκτείνω, διαστέλλω προηγουμένως 2. παθ. προδιίσταμαι α) σπέρνω τη διχόνοια («προδιέστη τὸ κατά χώραν πλῆθος», Ιώσ.) β) διίσταμαι, διαφωνώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) προδιεστάμενος, ένη, ον αυτός που έχει καθοριστεί, που έχει… … Dictionary of Greek